Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

ANAMΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΓΓΕΛΟΥΣ (ΕΚΔ.ΩΚΕΑΝΟΣ)

https://www.youtube.com/watch?v=mO30ULfOnjE




Από κείνη την ώρα έπαψε να σκέφτεται και αφέθηκε να ζει, να ζει και να νοιώθει. Να νοιώθει την ακριβή και ηδαλγή μοναξιά που θα προκαλούσαν στο μέλλον οι επόμενες στιγμές. Στιγμές που είχαν διάρκεια 4 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα, όσο βρήκε αργότερα ότι διαρκούσε το συγκεκριμένο τραγούδι…
Σε μιαν εξέδρα απέναντι από την πίστα, εκεί που κάποτε ο DJ angel μάγευε με τα τραγούδια της δεκαετίας του 80 τον νεόκοσμο που σύχναζε στη ντίσκο, η Μελτίνη εντόπισε εμένα να φοράω τα ακουστικά σαν καλός DJangel…και να έχω το αναστημένο, αδελφική εντολεί ειδικά για απόψε, ηχοσύστημα σε ετοιμότητα. Της έγνεψα κουνώντας το χέρι.
Κι εκείνη, σαν να ήξερε ήδη, πως η πίστα του χορού ήταν το σημείο που την αφορούσε ανέβηκε τα δύο σκαλοπάτια και είδε αυτό που ευχήθηκε πολλές ώρες πριν, τόσο αγνά, δυνατά και παθιασμένα. Ας σε έβλεπα για μια τελευταία φορά. 
Από την άλλη πλευρά είδε εκείνον να ανεβαίνει στην πίστα με βήματα ανάλαφρα, γαλήνια, σίγουρα και αιθερικά. Όπως όλος ήταν μια απόλυτη οπτασία νεότητας και γαλήνης με απόλυτα γήινη και απτή μορφή. Είδε το Γιώργο της εφηβείας, με τα μακριά μαλλιά του να τρεμοπαίζουν ανάλαφρα σε κάθε του βήμα να έρχεται προς το μέρος της. Τον είδε να την πλησιάζει γελαστός, δυνατός και πράος με την πιο άφθαρτη και απαστράπτουσα εκδοχή της μορφής του.
Και τότε, αδελφική εντολεί με ένα του βλέμμα, άφησα τη μουσική, που είχαν διαλέξει οι ψυχές τους σαν παλιά νοσταλγική ανάμνηση να κρατήσουν μέσα τους όλα τα χρόνια που ήταν μαζί, να πλημμυρίσει το χώρο, να τους ενώσει ξανά για τελευταία φορά.
Take my breath away

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

The Raven - Edgar Allan Poe

Once upon a midnight dreary, while I pondered weak and weary,
Over many a quaint and curious volume of forgotten lore,
While I nodded, nearly napping, suddenly there came a tapping,
As of some one gently rapping, rapping at my chamber door.
`'Tis some visitor,' I muttered, `tapping at my chamber door -
Only this, and nothing more.'

Ah, distinctly I remember it was in the bleak December,
And each separate dying ember wrought its ghost upon the floor.
Eagerly I wished the morrow; - vainly I had sought to borrow
From my books surcease of sorrow - sorrow for the lost Lenore -
For the rare and radiant maiden whom the angels named Lenore -
Nameless here for evermore.

And the silken sad uncertain rustling of each purple curtain
Thrilled me - filled me with fantastic terrors never felt before;
So that now, to still the beating of my heart, I stood repeating
`'Tis some visitor entreating entrance at my chamber door -
Some late visitor entreating entrance at my chamber door; -
This it is, and nothing more,'

Presently my soul grew stronger; hesitating then no longer,
`Sir,' said I, `or Madam, truly your forgiveness I implore;
But the fact is I was napping, and so gently you came rapping,
And so faintly you came tapping, tapping at my chamber door,
That I scarce was sure I heard you' - here I opened wide the door; -
Darkness there, and nothing more.

Deep into that darkness peering, long I stood there wondering, fearing,
Doubting, dreaming dreams no mortal ever dared to dream before;
But the silence was unbroken, and the darkness gave no token,
And the only word there spoken was the whispered word, `Lenore!'
This I whispered, and an echo murmured back the word, `Lenore!'
Merely this and nothing more.

Back into the chamber turning, all my soul within me burning,
Soon again I heard a tapping somewhat louder than before.
`Surely,' said I, `surely that is something at my window lattice;
Let me see then, what thereat is, and this mystery explore -
Let my heart be still a moment and this mystery explore; -
'Tis the wind and nothing more!'

Open here I flung the shutter, when, with many a flirt and flutter,
In there stepped a stately raven of the saintly days of yore.
Not the least obeisance made he; not a minute stopped or stayed he;
But, with mien of lord or lady, perched above my chamber door -
Perched upon a bust of Pallas just above my chamber door -
Perched, and sat, and nothing more.

Then this ebony bird beguiling my sad fancy into smiling,
By the grave and stern decorum of the countenance it wore,
`Though thy crest be shorn and shaven, thou,' I said, `art sure no craven.
Ghastly grim and ancient raven wandering from the nightly shore -
Tell me what thy lordly name is on the Night's Plutonian shore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

Much I marvelled this ungainly fowl to hear discourse so plainly,
Though its answer little meaning - little relevancy bore;
For we cannot help agreeing that no living human being
Ever yet was blessed with seeing bird above his chamber door -
Bird or beast above the sculptured bust above his chamber door,
With such name as `Nevermore.'

But the raven, sitting lonely on the placid bust, spoke only,
That one word, as if his soul in that one word he did outpour.
Nothing further then he uttered - not a feather then he fluttered -
Till I scarcely more than muttered `Other friends have flown before -
On the morrow he will leave me, as my hopes have flown before.'
Then the bird said, `Nevermore.'

Startled at the stillness broken by reply so aptly spoken,
`Doubtless,' said I, `what it utters is its only stock and store,
Caught from some unhappy master whom unmerciful disaster
Followed fast and followed faster till his songs one burden bore -
Till the dirges of his hope that melancholy burden bore
Of "Never-nevermore."'

But the raven still beguiling all my sad soul into smiling,
Straight I wheeled a cushioned seat in front of bird and bust and door;
Then, upon the velvet sinking, I betook myself to linking
Fancy unto fancy, thinking what this ominous bird of yore -
What this grim, ungainly, ghastly, gaunt, and ominous bird of yore
Meant in croaking `Nevermore.'

This I sat engaged in guessing, but no syllable expressing
To the fowl whose fiery eyes now burned into my bosom's core;
This and more I sat divining, with my head at ease reclining
On the cushion's velvet lining that the lamp-light gloated o'er,
But whose velvet violet lining with the lamp-light gloating o'er,
She shall press, ah, nevermore!

Then, methought, the air grew denser, perfumed from an unseen censer
Swung by Seraphim whose foot-falls tinkled on the tufted floor.
`Wretch,' I cried, `thy God hath lent thee - by these angels he has sent thee
Respite - respite and nepenthe from thy memories of Lenore!
Quaff, oh quaff this kind nepenthe, and forget this lost Lenore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil! -
Whether tempter sent, or whether tempest tossed thee here ashore,
Desolate yet all undaunted, on this desert land enchanted -
On this home by horror haunted - tell me truly, I implore -
Is there - is there balm in Gilead? - tell me - tell me, I implore!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Prophet!' said I, `thing of evil! - prophet still, if bird or devil!
By that Heaven that bends above us - by that God we both adore -
Tell this soul with sorrow laden if, within the distant Aidenn,
It shall clasp a sainted maiden whom the angels named Lenore -
Clasp a rare and radiant maiden, whom the angels named Lenore?'
Quoth the raven, `Nevermore.'

`Be that word our sign of parting, bird or fiend!' I shrieked upstarting -
`Get thee back into the tempest and the Night's Plutonian shore!
Leave no black plume as a token of that lie thy soul hath spoken!
Leave my loneliness unbroken! - quit the bust above my door!
Take thy beak from out my heart, and take thy form from off my door!'
Quoth the raven, `Nevermore.'

And the raven, never flitting, still is sitting, still is sitting
On the pallid bust of Pallas just above my chamber door;
And his eyes have all the seeming of a demon's that is dreaming,
And the lamp-light o'er him streaming throws his shadow on the floor;
And my soul from out that shadow that lies floating on the floor
Shall be lifted - nevermore!

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΓΓΕΛΟΥΣ (Εκδ.Ωκεανός)

Έπλυνε το πρόσωπό της και έριξε μια ματιά στο είδωλό της στον καθρέφτη. Τολμούσε να διαπιστώνει πως ήταν όμορφη. Πως ο εαυτός της, ακόμα και θρηνών ή αξιοθρήνητος, της άρεσε. Πως ο Γιώργος ακόμα κι έτσι, ακόμα και μετά από όλα αυτά, θα την ήθελε …Ο Γιώργος ή ο άλλος, αυτός που πάλευε να εξορίσει το Γιώργο από μέσα της; Πάντως τολμούσε. Ξεδιάντροπα; Άκαιρα; Γέννημα της αμφιθυμίας που την καθόριζε η διαπίστωση; Το μυαλό στήνει αλλόκοτα παιχνίδια σε καιρούς πνιγηρούς και δυσερμήνευτους. Τι έκανε εκεί, ρώτησε τον εαυτό της ξανά. Δεν είχε ξεμπλοκάρει. Ο βυθός στο πίσω μέρος του μυαλού της παρέμενε θολός...

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΓΓΕΛΟΥΣ (Εκδ. Ωκεανός)


«Μέρα με τη μέρα αλλάζεις. Ξαφνικά, πολύ ξαφνικά για μένα. Μάλλον, νομίζεις πως αλλάζεις. Νομίζεις πως θέλεις να γίνεις κάτι διαφορετικό από αυτό που ήσουν ως τώρα. Κατά βάθος, μέσα σου, πολεμάς εμένα.» της είπε και την κοίταξε με μια αλλόκοτη σιγουριά, με μια διαβολεμένη λάμψη στα μάτια, σαν να ήξερε πως κι αυτός όριζε ένα κομμάτι μέσα της.
Η Μελτίνη τρεμόπαιξε το βλέμμα κοιτάζοντας τον σαν χαμένη. Όλα όσα του είπε, ένιωθε πως γίνονταν σαθρά γιατί και η ίδια μπορεί να μην τα πίστευε απόλυτα. Ένα κομμάτι της, αυτό που όριζε ο άντρας απέναντί της, μπορεί να ήθελε όντως να γίνει αυτό που περιέγραψε πιο πριν. Να γίνει μονάχα σάρκα και αίσθημα, αυτό και τίποτα άλλο.
«Μπορώ να στο αποδείξω.» της είπε με ένα αγέρωχο ύφος «πολεμάς εμένα, πολεμάς αυτό που θέλεις πιο πολύ.»
Βρέθηκε πάνω της. Κι αυτή, παθητικά στην αρχή και ύστερα συνειδητά παραδομένη, δεχόταν τα φιλιά και τα χάδια του, το ξεγύμνωμα του κορμιού της από τα χέρια του.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

"Aνάμεσα σε δυο Αγγέλους" (εκδόσεις Ωκεανός)


"Aνάμεσα σε δυο Αγγέλους" (εκδόσεις Ωκεανός)
...«Μου συμβαίνει κι εμένα. Νομίζω πως κι εγώ σε έχω μέσα μου με τον ίδιο τρόπο. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα έλεγα κάτι τέτοιο σε έναν άλλον άντρα. Με μισώ, γιατί κι εγώ σε έχω ερωτευτεί. Καληνύχτα.»
Η Μελτίνη πήγε και ξάπλωσε μη πιστεύοντας ότι έγραψε τη φράση σε έχω ερωτευτεί. Κι όμως το είχε κάνει και εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως αυτό που συνέβαινε ήταν σαν να συνέβαινε στη ζωή μιας άλλης, αλλά κατά περίεργο τρόπο πρωταγωνιστούσε η ίδια. Είχε αφεθεί κι απλώς το ακολουθούσε. Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Έτσι ένιωθε.
Ο Γιώργος ήρθε ύστερα από λίγο κι αυτή προσποιήθηκε πως κοιμόταν γυρισμένη στο άλλο πλευρό. Έκλαιγε βουβά μέχρι που την πήρε ο ύπνος.


ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΗΝΑ: "ΕΤΣΙ ΑΠΛΑ" Αυστηρώς ακατάλληλον δια ηθικολόγους




Χωρίς τίτλο - Σέβη Ν.

ΒΙΒΛΙΟΔΕΙΚΤΗΣ - Ευρυδίκη Αμανατίδου: "Λίγο ακόμα σεξ παρακαλώ"

http://vivliodeiktis.blogspot.gr/
http://vivliodeiktis.blogspot.gr/2013/01/blog-post_255.html

Bρώμικες σκέψεις του Μεσαίωνα, θρησκευτική πορνογραφία, πεφωτισμένες διδαχές ή απλή παράκρουση λόγω αποχής;

Από τα επονομαζόμενα Σκοτεινά Χρόνια μάς κατακλύζει μία πληθώρα κειμένων που με μία πρώτη ματιά θα έλεγε κανείς ότι αλληλοαναιρούνται. Από τα πιο προσφιλή αναγνώσματα είναι τα θρησκευτικά κείμενα όπως η Βίβλος ή το Βιβλίο των Ωρών. Καθώς ο Γουτεμβέργιος δεν έχει ακόμη δώσει τη λύση της τυπογραφίας, τα χειρόγραφα αντιγράφονται και οι μικρογράφοι κάνουν θαυμαστή εργασία καθώς κοσμούν με μικρά σε μέγεθος σχέδια τα κείμενα. Οι ευγενείς και γενικότερα οι εύρωστοι οικονομικά έχουν τη δυνατότητα να παραγγείλουν ένα καθόλα ευσεβές κείμενο αλλά με την εικονογράφηση που επιθυμούν. Δεσποσύνες αποσύρονται στα ιδιαίτερά τους διαμερίσματα -απαλλαγμένες από την περίφημη ζώνη αγνότητας που εικάζεται στις ημέρες μας πλέον ως μύθευμα- για σιωπηλή ανάγνωση ή καλύτερα τέρψη των οφθαλμών χάρις στα σκανδαλώδη σχέδια στο περιθώριο των κειμένων. Άνδρες με ακάλυπτα γεννητικά όργανα ή γυναίκες που καβαλικεύουν ζώα, φαλλικά σχήματα ή συμβολική απεικόνιση γυναικείων γεννητικών οργάνων. Όλα έχουν τη σημειολογία τους. Η εικόνα συμβολίζει ακριβώς το αντίστροφο; Σημαίνει άραγε η απεικόνιση της γυναικείας γενετικής εισόδου την είσοδο στην κόλαση; Υποβόσκει η λαγνεία κάτω από μία «παραπλανητική εικονογράφηση»;

Κυκλοφορούν όμως και ιστορίες ιπποτικού ρομαντισμού και γαλαντομίας όπου για να κερδίσει ο ενδιαφερόμενος την εύνοια, την καρδιά και τελικά το σώμα της αγαπημένης του πρέπει να θυσιαστεί ηρωικά. Όσα βέλη θα διαπεράσουν το κορμί του, άλλα τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να κατακτήσει την ποθητή ύπαρξη. Είναι τα κείμενα από όπου απορρέει ο αυλικός έρωτας (courtly love), συνήθως αγγλοσαξονικά, όπου το ζητούμενο είναι τελικά να προαχθεί ο ηρωισμός -εδώ ο σκοπός αγιάζει τα μέσα- για την επιτυχία των Σταυροφοριών.

Έχουμε όμως και ερωτικές ιστορίες από τη Γερμανία, γραμμένες ανάμεσα στον 13ο έως 16ο αιώνα όπου πρωταγωνιστούν ιππότες, κλήρος, καλόγριες, παρθένες. Τι δίνουν σαν εντύπωση στον σύγχρονο αναγνώστη; Μάλλον ότι ο Μεσαίωνας δεν ήταν όπως τον φανταζόμαστε. Ο μέσος άνθρωπος ήθελε να προσεγγίσει έστω και σαν ευσεβή πόθο το φαιδρό και σκανδαλώδες, σε αντίθεση με κλήρο και αρχές που ήθελαν τον λαό ευσεβή και πνευματώδη, ήτοι σεξουαλικά στειρωμένο.

Θα ήταν παράλειψη βέβαια το να μην αναφέρω τον μάγιστρο του σκανδαλώδους, Βοκάκιο. Το «Δεκαήμερον» που καυτηριάζει την υποκρισία και λαγνεία του κλήρου απαγορεύτηκε πολλάκις. Πέντε αιώνες μετά την πρώτη του δημοσίευση αντίτυπά του ακόμη κατάσχονταν και καταστρέφονταν στη Μεγάλη Βρετανία και στις ΗΠΑ. Και τι να πει κανείς για την «ιστορία δύο εραστών» που γράφτηκε το 1444 και έγινε ευπώλητη τον 15ο αιώνα, μία επιστολική νουβέλα που βρίθει κρυφού ερωτισμού και της οποίας συγγραφέας υπήρξε ο μετέπειτα Πάπας Πίος ο 2ος;

Και από τη Γαλλία έρχονται τα fabliaux, σατιρικοί και προκλητικοί μύθοι σε στίχους όπου συναντούμε κερατωμένους συζύγους, παπάδες-αρπακτικά, κλέφτες, ζητιάνους, πόρνες. Σαφώς έχουν έναν ηθικοπλαστικό στόχο, αλλά το κύριο μέλημά τους είναι η απόλαυση που προσφέρει η ιστορία, γι’ αυτό εξάλλου οι δημιουργοί τους μοιάζουν να κατέχονται από μία μανία όσον αφορά τη διαφορετική σημασία ομόηχων λέξεων που κάνει το κείμενο να έχει σαφή σεξουαλικά υπονοούμενα.

Λιγότερο ή περισσότερο σεξ, κρυφοί πόθοι και υπερδιεγέρσεις. Όπως και να έχει, η γραφή της εποχής ρίχνει φως στα σκοτεινά ένστικτα του Μεσαίωνα.

!!! Της Ιουλίας Λυμπεροπούλου !!!


lhttp://city-mag.weebly.com/eta-taurhoepsilonlambda942-pintildeata.html
Όταν ακούμε παραμύθι, στο μυαλό μας έρχονται εικόνες ζεστές με παππούδες και γιαγιάδες δίπλα στο αναμμένο τζάκι να αφηγούνται ιστορίες σε παιδιά που ακούνε απορροφημένα, ενώ τα κάστανα σκάνε στη φωτιά. Μπορεί να ήταν γνωστά κλασικά παραμύθια, τοπικά, αυτοσχέδια της στιγμής ή προσωπικές ιστορίες. Αυτά μπόλιαζαν τη σκέψη των παιδιών και, πέραν του να κάνουν συναρπαστικές τις, σε άλλη περίπτωση, βαρετές χειμωνιάτικες βραδιές, ύφαιναν το αφηγηματικό νήμα της από γενιάς σε γενιά διάδοση ιστοριών. Πώς, όμως, φτιάχτηκαν τα πρώτα παραμύθια και ποιες ανάγκες οδήγησαν σε αυτό;
     Ένα από τα αγαπημένα μου μαθήματα στο Πανεπιστήμιο στον τομέα της  Λαογραφίας αφορούσε το παραμύθι. Εκεί αναλύσαμε τις λειτουργίες που όρισε και ταξινόμησε ο Ρώσος εθνολόγος Βλαντιμίρ Προπ για το μαγικό παραμύθι και ασχοληθήκαμε με τα λαϊκά παραμύθια και τους μύθους. Οι ρίζες του παραμυθιού προέρχονται από τους μύθους, που έχασαν την προηγούμενή τους σημασία και λειτουργική αξία του περιεχομένου τους. Οι μύθοι έβγαιναν από το λαό ήδη από τις πρωτόγονες κοινωνίες. Ήταν μία πρώιμη απόπειρα ερμηνείας του κόσμου. Μία προσπάθεια εξήγησης των φυσικών φαινομένων και άλλων προβληματισμών. Οι σοφοί των διάφορων φυλών τούς περνούσαν από γενιά σε γενιά σαν πολιτισμική κληρονομιά και γίνονταν κτήμα όλης της φυλής. Αργότερα, επικράτησαν η λογική, η επιστήμη και η λογική στην επιστήμη. Ο άνθρωπος σταμάτησε να πιστεύει στο φανταστικό. Ξέπεσαν οι μύθοι σε παραμύθια, που αμέσως μετά το Μεσαίωνα προορίζονταν για τα παιδιά των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και τους ενήλικες των κατώτερων τάξεων. Συχνά αυτές συνδέονταν με σχέσεις παραμάνας, τροφού ‒ παιδιού, μεταδιδόμενα και έτσι. Επίσης η συλλογή και η καταγραφή τους, όπως συνέβη από τους αδελφούς Γκριμ, τα διέδωσαν σε ευρύτερους κύκλους, ενώ η γραφή καινούριων παραμυθιών άνοιξε, πλέον, ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία τους. Συνέχισε, όμως, το παραμύθι να αποτελεί κάτι σαν αίτημα για το λαό. Είναι αφαιρετικό και απουσία λεπτομερών περιγραφών αφήνει όλο το περιθώριο στη φαντασία ενός ανθρώπου, μικρού ή μεγάλου, να αναπτυχθεί. Έγινε κοινωνική πρόταση του λαού μεταφέροντας όλη τη φιλοσοφία, τις αξίες και τις ανάγκες μίας μερίδας πληθυσμού που δεν είχε ακόμα ενεργοποιημένη πολιτική συνείδηση.
    Τα παραμύθια γαληνεύουν, προδιαθέτουν θετικά και συνειρμικά φέρνουν στο μυαλό παιδικές μνήμες στους μεγάλους, ενώ δημιουργούν ένα κλίμα προσφερόμενο για αμέτρητες φαντασιακές διαδρομές και συναισθηματικούς συσχετισμούς. Γίνονται τελικά ένας αποτελεσματικός τρόπος για τη μετάδοση μηνυμάτων καλλιεργώντας μία ατμόσφαιρα θετική, ονειρική και σουρεαλιστική μέσα στην οποία ο ακροατής παλιότερα και ο θεατής ή ο αναγνώστης επιπλέον σήμερα γίνονται πιο δεκτικοί. Το μαγικό παραμύθι, όμως, πάνω στο οποίο εφαρμόστηκε η μέθοδος ανάλυσης του Βλαντιμίρ Προπ αφορά παραμύθια με υπερβατικούς ήρωες, οι οποίοι διαθέτουν υπερφυσικές ικανότητες, ενώ οι διαστάσεις χώρος και χρόνος είναι σχετικές. Σε ένα από τα επόμενα ένθετα θα αναφερθούμε σε κλασικά παραμύθια, όπως είναι η «Κοκκινοσκουφίτσα», που κρύβουν μέσα τους το σπόρο εξωραϊσμένων πλέον πρακτικών, και αφορμή αυτών θα αναλύσουμε τις τριανταμία λειτουργίες του Προπ, κάνοντας μία απόπειρα εφαρμογής τους βάσει παραδειγμάτων.
   Η μαγεία στα παραμύθια συνεχίζει να υπάρχει, ακόμα κι αν ο συνδυασμός των βασικών λειτουργιών, όπως είναι η έλλειψη/απουσία που ωθεί τον ήρωα στη δράση, η εντολή/απαγόρευση, τις οποίες οφείλει να υπακούσει και παραβαίνει για την εξέλιξη της πλοκής, ο σύμμαχος/βοηθός και ο εφοδιασμός μαγικού αντικειμένου κτλ., σε όλα τα βήματα μέχρι τη λύση του δράματος γίνεται ανορθόδοξα. Αυτό τουλάχιστον ισχύει, λίγο πολύ, για τα παραμύθια με υπερβατικά στοιχεία. Οι συνδυασμοί είναι αναρίθμητοι, καθώς αυτά δρομολογούνται σε όλο και πιο σύνθετες δημιουργίες διαπλέκοντας τον πραγματικό κόσμο με τον φανταστικό, αλλά τα βασικά στοιχεία της δομής είναι πάντα εκεί. Ακόμα και οι προσθήκες, για παράδειγμα, τα κινητά ή οι υπολογιστές, οι ωραιοποιήσεις ή οι αποσιωπήσεις αποτελούν ένα κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας τους. Σε αντιστοιχία, επομένως, με τους εξωραϊσμούς παλιότερα του ιστορικού τους πυρήνα, όπως ήταν η εγκατάλειψη των παιδιών στο δάσος για τη μύηση και το πέρασμα στην ενηλικίωση, το σημάδεμα, η αλλαγή ονόματος, η πάλη με άγρια ζώα και η νίκη, που μετουσίωνε τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες των ζώων στη δύναμη των παιδιών. Αυτά άλλαξαν και απλοποιήθηκαν σε έναν περίπατο στο δάσος με διαφορετικό κίνητρο στην «Κοκκινοσκουφίτσα», το «Χάνσελ και Γκρέτελ» ή τον «Κοντορεβιθούλη». Στην ταινία οι «300» αυτό υπονοείται όταν στην αρχή ο ήρωας, για να αποδείξει ότι έγινε άντρας, έπρεπε να σκοτώσει το λύκο. Ήταν η μύηση και το πέρασμα στην ενηλικίωση.
    Από ένα σημείο και μετά στις νέες εκδοχές παραμυθιών εισχωρούσαν και νεωτερικά στοιχεία, γιατί η κάθε εποχή, περιοχή και γενιά φτιάχνει τα δικά της φέροντας μέσα της την παράδοση των ακουσμάτων της παιδικής ηλικίας. Έτσι ο κόσμος των παραμυθιών εμπλουτίζεται χωρίς να ξεχνά τη ρίζα του, γιατί οι παππούδες και οι γονείς αφηγούνται παραμύθια στα παιδιά. Σήμερα στον Παιδικό και στο σχολείο, επίσης, διδάσκονται ιστορίες ή οι επαγγελματίες παραμυθάδες τις αφηγούνται στο παιδικό θέατρο, μέσω ταινιών, cd, dvd κτλ. Τα παραμύθια, πάντως, φτάνουν στους μικρούς αποδέχτες με όποιο τρόπο, διεγείροντας και γονιμοποιώντας τη φαντασία τους. Κάποιοι θα γίνουν μεγαλώνοντας οι ίδιοι παραμυθάδες, συνεχίζοντας την αλυσίδα. Άλλοι παίζουν ρόλο αφηγητή ‒η αφήγηση εδώ με την ευρύτερη έννοια σε θέατρο, τραγούδι, βιβλίο, εικαστικά κτλ.‒ και άλλοι ακροατή, θεατή, αναγνώστη. Οι ρόλοι ενίοτε αλλάζουν. Τα παραμύθια, πάντως, αποτελούν κομμάτι της ζωής μικρών και μεγάλων και όχι μόνο ως ανάμνηση, αλλά ως ανάγκη. Γιατί, εκτός από το να είναι αφαιρετικά, αφηγούνται ιστορίες αλληγορικά, μεταδίδοντας μηνύματα. Οι ήρωες, εξάλλου, με τους οποίους μικροί και μεγάλοι ταυτίζονται περνούν από δοκιμασίες μέχρι που στο τέλος, αφού έχουν υποστεί απώλειες, έχουν πονέσει, τραυματιστεί ίσως, και εγκαταλειφθεί στη μοναξιά, φτάνουν σε ένα είδος λύτρωσης, κατακτώντας μερικώς τη γνώση και κυρίως την αυτογνωσία. Αυτά τα στοιχεία υπάρχουν λίγο πολύ σε όλες τις παραμυθένιες ιστορίες τις άξιες αναφοράς.
    Σε αυτά τα δύο μέρη, λοιπόν, της «τρελής piñata» επέλεξα ταινίες, βιβλία και μουσική, που αφορούν παραμύθια της σύγχρονης εποχής, στα οποία όμως διακρίνονται τα βασικά χαρακτηριστικά των λειτουργιών, ακόμα κι αν δεν είναι οφθαλμοφανή. Τα παραμύθια στις εποχές στερήσεων και δυσκολιών αποκτούν ακόμα πιο μεγάλη σημασία και δημιουργούνται οι προϋποθέσεις πολλαπλασιασμού τους. Παρακολουθείστε, επομένως, θυμηθείτε, απολαύστε, γνωρίστε και πάρτε ιδέες εμπλουτισμού των δικών σας παραμυθιών. Πάνω απ’ όλα έμπνευση και κίνητρο αποφόρτισης, καθώς η ζωή αποτελεί έτσι κι αλλιώς τη μεγαλύτερη περιπέτεια!

Καλή παραμυθένια αρχή, λοιπόν, για όλους, με ωραίες ταινίες, όμορφα αναγνώσματα και ενδιαφέρουσες ακροάσεις για τη γέννηση δημιουργικών ιδεών!

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

THΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ ΑΜΑΝΑΤΙΔΟΥ: Παρουσίαση-κριτική για το βιβλίο μου "ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΑΓΓΕΛΟΥΣ"

http://evriam.blogspot.gr/2013/01/blog-post_9.html?spref=bl

 ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΑΜΑΝΑΤΙΔΟΥ: Φώτης Κατσιμπούρης: Ανάμεσα σε δυο αγγέλους:
Η ζωή είναι εδώ ή κάπου αλλού; Τι σημαίνει καμπή του γίγνεσθαι για τη Μελτίνη; Σύμβαση, κούραση, ανία της καθημερινότητας. Η είσοδος στην κοινωνική δικτύωση. Μια γνωριμία με τον άνδρα που χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο «Μοναχικός Άγγελος». Το σάρωμα μιας ζωής ουσιαστικά και αλληγορικά. Ο Γιώργος, σύζυγος της Μελτίνης, χάνεται από τον υλικό κόσμο αδυνατώντας να αντιληφθεί πόσο η πραγματικότητα ξεπερνάει τις προσδοκίες του. Η Μελτίνη προσπαθεί να αντιμετωπίσει την απώλεια βιώνοντάς την αντίστροφα. Ή καλύτερα γεμίζοντας το κενό με την υλοποίηση των επιθυμιών της από την εφήμερη γνωριμία του Πάνου. Ποιοι είναι όμως οι δύο καβαλάρηδες που την παρακολουθούν κατά βήμα; Η εικόνα που της μένει πάντα είναι αυτή των δύο μηχανόβιων που η πίσω μεριά του δερμάτινου μπουφάν τους φέρει στα αγγλικά τις λέξεις: Μοναχικοί άγγελοι, ενσώματη φυλή.
Ο Φώτης Κατσιμπούρης καταπιάνεται με ένα αγαπημένο του θέμα, τον αχωρόχρονο, το σημείο όπου η ύλη αποτελεί ξένη έννοια ή ιδεατή προβολή. Το επεξεργάστηκε και στον Σκιοφύλακα αλλά και στον Όρκο υλοποιώντας το στην επανεμφάνιση εκλιπόντων είτε ως σκιές που τιμωρούν ή προφυλάσσουν είτε ως την βαμπιρική ύπαρξη του Κωνσταντή για την εκπληρωση του όρκου προς τη μητέρα του. Στο «ανάμεσα σε δυο αγγέλους» ο Γιώργος και ο μεγαλύτερός του φίλος μοιάζουν σαν κοινοί άνθρωποι, όμως η εμφάνισή τους -σε όσους έχουν το χάρισμα ή την πίστη-αποτελεί την υλοποίηση της φωνής της συνείδησης κατά εμένα, την καθοδήγηση από κάτι ανώτερο που έχει συμφιλιωθεί ή ενστερνιστεί την ιδέα της αρετής, κατά τον δημιουργό του.
Δεν είναι ένα εύκολο μυθιστόρημα καθώς καταπιάνεται με θέματα που δεν θα πω ότι απευθύνονται στον μυημένο, αλλά σε αυτόν που έχει διάθεση να προβληματιστεί και όχι απλά να το διαβάσει άκοπα και μετά να πει «ήταν ένα καλογραμμένο βιβλίο».Φυσικά είναι καλογραμμένο. Ο Φώτης Κατσιμπούρης κατέχει την τέχνη και την τεχνική. Εκπαιδευτικός ο ίδιος και δοκιμασμένος συγγραφέας, αλλά και μελετητής με την ουσιαστική σημασία της λέξης. Ερευνητής της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα από τη γραφή του και τις γραφές άλλων που αποτέλεσαν δικά του διαβάσματα και εναύσματα. Ο δημιουργός κατέχει απόλυτα το παιχνίδι των λέξεων, τη δυνατότητα όχι μόνο να ζωντανέψει τους διαλόγους του χρησιμοποιώντας διαφορετική γλώσσα για τον κάθε ήρωά του ανάλογα με την ηλικία, τη θέση, την προσωπική του αντίληψη ζωής, αλλά να δώσει τις διαφορετικές σημασίες της ίδιας λέξης με τρόπο που συνειδητά ή ασυνείδητα έχουμε αποτυπώσει στην καθημερινότητά μας.
Το σπουδαιότερο εύρημα στην τεχνική αυτής της μυθιστορίας είναι η οπτική γωνία. Και ναι, είναι αυτή του πανόπτη παντοδύναμου αφηγητή που κι αν εμείς τον βλέπουμε σαν έναν ευγενικό πλην απόμακρο Τσοπερά που αγαπάει τα λουλούδια, εκείνος δεν είναι παρά ο Αρχάγγελος.
«Ζυγίστηκες και βρέθηκες λειψός» είναι μια φράση που θα συναντήσουμε πολλές φορές στο μυθιστόρημα, κάτι όμως που χρησιμοποιούμε όλοι για να δηλώσουμε πως κάποιος δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες, τις δικές μας, της κοινωνίας. Όταν ακροβατείς στο μεταίχμιο, όντας ήδη σε μια κατάσταση αμφιθυμίας, η έννοια της μοναξιάς μπορεί να έχει διπλή σημασία. Ίσως αναφέρεται στον δονκιχωτικό Γιώργο που σε εποχές φόβου και ανάγκης θέλει να σώσει την αθωότητα όχι τη δική του, μια και έχει ήδη κριθεί, αλλά της γυναίκας που αγαπάει πέρα από τον θάνατο, της Μελτίνης. Ίσως η πραγματική παγωνιά της ψυχής του Πάνου είναι αυτή που τον κάνει να χρησιμοποιεί τη μοναχικότητα σαν δόλωμα στη γυναικεία ευαισθησία ή σε εκείνο το μητρικό σε πλήρη σύγχυση με το ερωτικό φίλτρο.
«Να προλάβεις να εξελίξεις τον εαυτό σου πριν το κάνει η ζωή με τον χαοτικό τρόπο που αγαπά αυτή να το κάνει. Να ξέρεις πού θες να πας με κριτήριο την αρετή. Τότε θα είσαι έτοιμη απέναντι στη ζωή, αλλά και διαρκώς θα ετοιμάζεσαι, θα δουλεύεις συνέχεια πάνω στον εαυτό σου. Τότε, μπορεί αυτό που ζούμε σήμερα να το ξαναβρίσκουμε και στο μέλλον με έναν άλλον τρόπο, ίσως και καλύτερα από αυτό που ζούμε τώρα. Να το ξαναβρίσκουμε κάποιες φορές», λέει ο Γιώργος στη Μελτίνη στη σελίδα 34. Να πετύχει κανείς να βρεθεί στην αταραξία, εκεί που κανένα εξωτερικό ερέθισμα δεν είναι ικανό να δημιουργήσει αρνητικά συναισθήματα όπως ανασφάλεια, θυμό και φόβο. Να παγιωθεί αυτή η κατάσταση, να εξαπλωθεί στους γύρω. Αυτή η θέση χάριτος είναι το σχέδιο πάνω στο οποίο εργάζεται ο Γιώργος, αθόρυβα και μεθοδικά, ένα σχέδιο που μένει ημιτελές με το θάνατό του; Αυτό που θέλουμε πραγματικά να είμαστε ή να γίνουμε, ποτέ δεν σταματάει να ρέει. Ακόμη και αν υπαγορεύεται από την προβολή στα μάτια μας μιας ιδέας που συμπυκνώνει την αρετή, τον έρωτα και την αγάπη σε μία θέση συνειδητότητας, ενδεδυμένη με μια ανθρώπινη μορφή.
Γεννιόμαστε ποτισμένοι με το καλό και το κακό, λες κι αυτό έχει γραφτεί στο DNA μας. Υποκειμενικοί κανόνες μιας μητριαρχίας ή πατριαρχίας, μιας κοινωνίας και καταφυγή σε ποικίλες θεωρητικές ερμηνείες ή ερμηνευτικές θεωρίες. Άγγελοι σε χάρη ή έκπτωτοι, όπως εμείς ορίζουμε τον καθένα γύρω μας, ανάλογα με τη δική μας χάρη ή πτώση. Μοναχικοί άγγελοι, μέλη μιας ενσώματης φυλής. Embodied clan είναι ο αγγλικός όρος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και θα σταθώ σε αυτό για να δώσω τη δική μου και μόνο ερμηνεία. Χρησιμοποιώντας τη λέξη ενσώματος στο ρούχο που καταδεικνύει το status του μηχανόβιου, αλλά και χρησιμοποιώντας αυτό το μεταφορικό μέσο που δηλώνει την πλήρη ελευθερία έρχεται στο νου μου η ενσώματη νόηση και η ανάπτυξη επιδεξιότητας χειρισμού, η ικανότητα εν ολίγοις του ανθρώπου να αλληλεπιδρά, να μπαίνει εντός του περιβάλλοντός του, αναπτύσσοντας μη νοητικές δεξιότητες, όπως είναι η οδήγηση της μοτοσικλέτας και κάνοντας κατά ένα τρόπο τον εγκέφαλο που νοεί και τον κόσμο που νοείται αν όχι ενιαίους, τουλάχιστον σε μία εντεινόμενη προσπάθεια αποποίησης αυτής της δυϊκότητας.
Η μεγάλη έκπληξη που μου επεφύλασσε το «ανάμεσα σε δύο αγγέλους» ήταν δύο σημεία. Λίγο πριν το τέλος, η σκηνή σε ένα ξεχασμένο οίκημα εκεί που οδηγεί η παλιά έξοδος Τρίπολης προς Αθήνα, μια ταμπέλα με τον αριθμό 2002 κι ένα αγγελικό μπλουζ. Μέσα στην ησυχία της ώρας που διάβαζα και την αντίστοιχη νοητική νιρβάνα με ταρακούνησε δημιουργώντας τόσο δυνατά συναισθήματα που επί ώρα αναρωτιόμουν τι είναι αυτή η τέχνη να παρασύρεις τον αναγνώστη σου μέσα σε ελάχιστες γραμμές καθώς εκπληρώνεται εκείνο το «ας σε έβλεπα για τελευταία φορά», η ευχή της Μελτίνης.
Το τέλος ήταν η δεύτερη έκπληξη, άλλη μία αλληγορία πάνω στις επιθυμίες και θεωρήσεις της ορατής πραγματικότητας, μία ξεκάθαρη πλέον σύνοψη της αρμονικής διαφορετικότητας και ιδανικής ποικιλότητας κάτω από έναν τίτλο που εμπεριέχει επίσης την αλληγορία, αλλά και τη λεπτή και σοφή ειρωνεία που απορρέει από τα κείμενα του συγγραφέα. Λεπτή και σοφή γιατί στηλιτεύει γνωρίζοντας όμως πως ο κάθε άνθρωπος δοκιμάζεται για να ζυγιστεί.
Ανάμεσα σε δύο αγγέλους: ένα μυθιστόρημα όπου η κάθε λέξη κρύβει τόσα νοήματα όσα αυτός που έχει ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του είναι έτοιμος να δει.